- σπιλάς
- (I)-άδος, ἡ, Α1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ.β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.)2. πέτρα, πλάκα («κατ' ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.)3. κοίλος βράχος, σπήλαιο4. ως επίθ. πετρώδης («σπιλὰς γῆ», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. συνηθέστερος τ. τού σπίλος (II) «απόκρημνος βράχος» με επίθημα-άς, -άδος].————————(II)-άδος, ἡ, Αβλ. σπιλάδα.————————(III)-άδος, ἡ, Ακηλίδα, στίγμα («κατάστικτον σπιλάδεσσι», Ορφ. Λιθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίλος (Ι) «κηλίδα» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. κυκλ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.